δράγα

δράγα
και δράγγα και ντράγγα, η
1. βυθοκόρος
2. γαγγάμη, στρειδολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. drague < (αγγ.) drag «σέρνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αθίβολος — και ανθίβολος, ο, και ανθίβολο, το 1. είδος μικρού διχτυού, που ρίχνει ο ψαράς από τη στεριά (στην αρχαιότητα ονομαζόταν αμφίβολος και στα μεταγενέστερα χρόνια αμφιβολή και αμφίβληστρον). Συνών.: πεζόβολος, καβουροσύρτης, γκαγκάβα, δράγα 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • δραγόρος — ο ο εργαζόμενος στη δράγα …   Dictionary of Greek

  • Ομπρένοβιτς — Σερβική δυναστεία η οποία εναλλασσόταν στην εξουσία με τη δυναστεία των Καραγιώργεβιτς, μέσα από συνωμοσίες και αιματηρές συγκρούσεις. Ιδρυτής της ήταν ο Μίλος (1784 1860), φτωχός εργάτης που απέκτησε σημαντική περιουσία μετά τον θάνατο (1810)… …   Dictionary of Greek

  • Σερβία — I (Srbija). Ομόσπονδη Δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας, της οποίας καταλαμβάνει κατά μεγάλο μέρος το ανατολικό τμήμα. Έχει έκταση 88.364 τ. χλμ. και πληθυσμό 9.830.000 περίπου κατ. Πρωτεύουσα είναι το Βελιγράδι, που είναι επίσης και πρωτεύουσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”